αναθυμώ

αναθυμώ
ἀναθυμῶ (-έω) (Μ)
βλ. αναθυμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνεθύμισα, αόρ. τού ρ. ἀναθυμίζω, που συνέπιπτε με τον αόρ. -ησα ρημάτων σε - (πρβλ. ἐπεθύμησα - ἐπιθυμῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”